τρίκορυς

τρίκορυς
-όρυθος, ὁ, Α
αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθό-κορυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρικόρυθες — τρίκορυς with triple plume masc nom/voc pl τρικόρυθος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόρυθος — τρίκορυς with triple plume masc gen sg τρικόρυθος masc gen sg τρικόρυθος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… …   Dictionary of Greek

  • τρικόρυθος — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε αρχικά στην Αιαντίδα και από το 146 μ.Χ. στην Αδριανίδα φυλή. Αποτελούσε μαζί με άλλες πόλεις την αττική Τετράπολη, και βρισκόταν A της Οινόης και BA του Μαραθώνα. Λεγόταν και Τρικόρυνθος. * * * ον, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”